Γενικά - νευρογενής κύστη
Η νευροουρολογία είναι το κομμάτι της ουρολογίας που ασχολείται με το πώς οι παθήσεις του νευρικού συστήματος επηρεάζουν το ουροποιητικό σύστημα. Να υπενθυμίσουμε ότι το ουροποιητικό (νεφροί, ουρήτήρες, ουροδόχος κύστη) καθώς και ορισμένοι μύες όπως ο σφιγκτήρας μυς και οι μύες του πυελικού εδάφους, έχουν νεύρα που ελέγχουν τη λειτουργία τους. Σε αυτά τα νευρικά συστήματα εμείς έχουμε τον εκούσιο έλεγχο του πυελικού εδάφους και του σφιγκτήρα ενώ τα υπόλοιπα ανήκουν στο λεγόμενο αυτόνομο νευρικό σύστημα το οποίο δε μπορούμε να ελέγξουμε.
Η παθήσεις του νευρικού συστήματος μπορεί να είναι είτε συγγενείς, δηλαδή ο ασθενής να γεννιέται με αυτές (π.χ. δισχιδής ράχη/μηνιγγομυελοκήλη) είτε είναι επίκτητες δηλαδή εμφανίζονται κάποια στιγμή στην πορεία της ζωής (νόσος Parkinson, εγκεφαλικό επεισόδιο, σκλήρυνση κατά πλάκας, τραυματισμοί του νωτιαίου μυελού).
Ορισμένες από αυτές τις νόσους μπορεί να εξελίσσονται στην πορεία τους και κάποια στιγμή να αρχίσουν να δίνουν συμπτώματα από ουροποιητικό, που δεν τα έδιναν σε προηγούμενη φάση. Επίσης οι συνέπειες τους ουροποιητικό μπορεί να εξελίσσονται αλλά αυτό να μη γίνεται αντιληπτό από τον ασθενή.
Ενίοτε μπορεί μια νευρολογική νόσος να δώσει πρώτα συμπτώματα από το ουροποιητικό σύστημα και αυτό να είναι η αρχή ενός περαιτέρω ελέγχου και διάγνωσης της νευρολογικής πάθησης. Όταν η κύστη πλήττεται λοιπόν από μια νευρολογικής φύσης πάθηση, οι ουρολόγοι την αποκαλούν νευρογενή κύστη.
Μια από τις βασικές αρχές για όλα τα νευρολογικά νοσήματα που μπορεί να επηρεάσουν το ουροποιητικό είναι να διατηρούνται χαμηλές πιέσεις στην ουροδόχο κύστη, και ταυτόχρονα να εξασφαλίζεται ότι ο ασθενής δεν κατακρατά ούρα στην κύστη μετά την ολοκλήρωση της ούρησης.
Ο λόγος είναι ότι αυξημένες πιέσεις και μεγάλο υπόλειμμα ούρων στην κύστη μπορεί να απειλήσουν τη λειτουργία των νεφρών με συνέπεια, σε ορισμένα περιστατικά, τη μόνιμη νεφρική ανεπάρκεια και την αιμοκάθαρση.
Είναι καίριας σημασίας τα νευρολογικά περιστατικά να στέλνονται έγκαιρα στον ουρολόγο ακόμα και όταν δεν υπάρχουν εμφανή συμπτώματα από του ουροποιητικό. Ο νευρολόγος γνωρίζει ότι εφόσον επηρεάζονται τα κάτω άκρα από την πάθηση, τότε αυτή μπορεί να έχει συνέπειες στο ουροποιητικό.
Στη φαρέτρα του ουρολόγου υπάρχουν διάφορα εργαλεία τα οποία είναι
- Ιστορικό – κλινική εξέταση
- Ημερολόγιο ούρησης
- Ερωτηματολόγια για την ακράτεια
- Εργαστηριακός έλεγχος με γενική, καλλιέργεια ούρων και αιματολογικές εξετάσεις εάν αυτό είναι απαραίτητο
- Υπερηχογραφία και γενικά απεικονιστικές μέθοδοι του ουροποιητικού εφόσον κριθεί απαραίτητο
- Ουρορομετρία εάν ο ασθενής μπορεί να ουρήσει οπότε καταγράφεται η ροή σε ένα μηχάνημα καθώς και ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση της ούρησης.
- Ενδοσκόπηση της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης εφόσον κριθεί απαραίτητο
- Ουροδυναμικός έλεγχος (ή ουροδυναμική μελέτη)
Ουροδυναμική μελέτη
Η ουροδυναμική μελέτη είναι μια εξέταση που γίνεται στο ιατρείο σε ένα ξεχωριστό άνετο χώρο. Απαιτεί περίπου 30 λεπτά της ώρας ο κύριος σκοπός της να αναπαραχθεί ένα σύμπτωμα που ήταν η αιτία για να γίνει η εξέταση (π.χ. η ακράτεια), ή εάν υπάρχει μια γνωστή πάθηση (π.χ. ένα νευρολογικό πρόβλημα) και η οποία μπορεί να έχει συνέπειες στο ουροποιητικό, να πάρουμε πληροφορίες για την περαιτέρω αντιμετώπιση του/της ασθενούς.
Ο ουροδυναμικός έλεγχος εκτελείται επίσης όταν χρειάζονται απαντήσεις για τα συμπτώματα ενός ασθενούς που δεν είναι απόλυτα ενδεικτικά για μια ορισμένη πάθηση και πριν προβεί κανείς σε μία χειρουργική διαδικασία που μπορεί να επιφέρει μόνιμες αλλαγές στο ουροποιητικό.
Η ουροδυναμική μελέτη περιλαμβάνει την πλήρωση της ουροδόχου κύστης στο ιατρείο με στείρο νερό (ορό) η όποια μιμείται τη φυσιολογική πλήρωση από τα ούρα.
Η κύστη γεμίζει από ένα λεπτό καθετηράκι το οποίο εισέρχεται στην κύστη μέσω της ουρήθρας και παραμένει εκεί για όσο διαρκεί η διαδικασία. Ένα δεύτερο λεπτό σωληνάκι τοποθετείται στο ορθό για την εξισορρόπηση της πίεσης που ασκείται από τα υπόλοιπα ενδοκοιλιακά όργανα.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης καταγράφονται οι πιέσεις της κύστη, πώς αυτή συμπεριφέρεται, σε ποια φάση της πλήρωσης έχει ο ασθενείς την αίσθηση για να ουρήσει κλπ. Παράλληλα από τη μελέτη λαμβάνει κανείς πληροφορίες για το πότε (εφόσον αυτό συμβαίνει) ο/η ασθενής αρχίζει να χάνει ούρα και τις συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η διαδικασία της ούρησης. Για τη διεκπεραίωση της μελέτης απαιτείται η συνεργασία και η ενεργός συμμετοχή του ασθενούς.
Διαλείποντες καθετηριασμοί
Οι διαλείποντες καθετηριασμοί είναι μια εναλλακτική μέθοδος του μόνιμου ουροκαθετήρα η οποία όμως προϋποθέτει ότι ο ασθενής ή κάποιο μέλος της οικογένειας θα μπορεί να διεκπεραιώσει τον καθετηριασμό.
Χρησιμοποιούνται σε διάφορες παθήσεις όπου η κύστη δεν αδειάζει όπως πρέπει. Οι καθετήρες έχουν ήδη μια λιπαντική ουσία πάνω τους και είναι μιας χρήσης. Η συχνότητα της χρήση τους μπορεί να είναι από μια την εβδομάδα έως 5-6 φορές την ημέρα, ανάλογα το λόγο για τον οποίο χρησιμοποιούνται και βεβαίως τις ανάγκες του κάθε ασθενούς.
Ο λόγος που μπορεί να προτιμά κάποιος τους διαλείποντες καθετήρες από έναν μόνιμο καθετήρα, είναι ότι ένα ξένο σώμα το οποίο είναι μόνιμα εγκατεστημένο σε μια κοιλότητα όπως η ουροδόχος κύστη, μπορεί να προκαλεί συμπτώματα ερεθισμού, λοιμώξεις, επανειλημμένα επεισόδια αιματουρίας, ενώ μπορεί και να δημιουργούνται και ασβεστώσεις γύρω από τμήματα το καθετήρα που κάνουν επίπονη την αλλαγή του. Επίσης σε κάποιους ασθενείς ένας μόνιμος καθετήρας περιορίζει την κινητικότητα στις καθημερινές δραστηριότητες.
Η χρήση διαλειπόντων καθετήρων έχει και αυτή τους περιορισμούς τους και τις ανεπιθύμητες ενέργειες, ωστόσο είναι η καλύτερη λύση για ορισμένους ασθενείς που μπορούν να τους χειριστούν και θέλουν να αποφύγουν ένα μόνιμα τοποθετημένο καθετήρα για τους παραπάνω λόγους.
Ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών που πάσχουν από νευρογενή κύστη που δεν αδειάζει πλήρως, και για τους οποίους καμία χειρουργική διαδικασία δε μπορεί να βελτιώσει της συνθήκες ούρησης, κάνει χρήση αυτών με επιτυχία.