Ακράτεια από επιτακτικότητα

Share

Γενικά

Είναι ο τύπος ακράτειας που συνοδεύεται από έντονη επιθυμία για ούρηση, η οποία δεν αφήνει περιθώρια αναβολής και στέλνει τον ασθενή απεγνωσμένα στην τουαλέτα (επιτακτικότητα ή επιτακτική ούρηση) . Στην προσπάθεια αυτή ο άνδρας μπορεί να χάσει ούρα.

Η επιτακτικότητα είναι ένα σύμπτωμα που χρειάζεται κάποια διερεύνηση αφού συχνά είναι δευτεροπαθής και μπορεί να οφείλεται στην καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, ένα στένωμα στην ουρήθρα, ή σπανίως  να οφείλεται σε μια ενδο-επιθηλιακή νεοπλασία της κύστης.

Η επιτακτικότητα μπορεί επίσης να σχετίζεται με νευρολογικά νοσήματα (εγκεφαλικό, νόσος Parkinson, σκλήρυνση κατά πλάκας)

Χρειάζεται ολοκλήρωση της διαγνωστικής διαδικασίας μετά από την κλινική εξέταση και τη λήψη αναλυτικού ιστορικού πριν προταθεί οποιαδήποτε μορφή θεραπείας.

 

Διάγνωση

Ο έλεγχος περιλαμβάνει πέρα από το ιστορικό  και την κλινική εξέταση, τον απαραίτητο βιοχημικό και μικροβιολογικό έλεγχο, τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων (IPSS score), την υπερηχογραφική απεικόνιση του ουροποιητικού με έλεγχο του υπολείμματος ούρων και ενίοτε κυστεοσκοπικό έλεγχο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί και ουροδυναμική μελέτη.

Η διενέργεια του ουροδυναμικού ελέγχου (ή αλλιώς ουροδυναμικής μελέτης) μπορεί να δώσει πολύτιμες πληροφορίες ιδίως όταν ο ασθενής έχει τόσο συμπτώματα αποφρακτικής ούρησης όσο και επιτακτικότητα/επιτακτικού τύπου ακράτεια. (βλέπε ακράτεια ουρων-ουροδυναμική μελέτη)

 

Αντιμετώπιση

Εάν μετά την ολοκλήρωση του διαγνωστικού πρωτοκόλλου αποφασιστεί να δοθεί θεραπεία, συνήθως δοκιμάζεται πρώτα είναι η τροποποίηση κάποιων διαιτητηικών παραγόντων και η φαρμακευτική αγωγή.

Εφόσον λοιπόν αποκλειστούν οργανικά η λειτουργικά προβλήματα που μπορεί να προκαλέσουν την επιτακτικότητα και εφόσον αποφασιστεί ότι δεν είναι δευτεροπαθής-όπου σε αυτήν την περίπτωση καταπολεμάται η υποκείμενη αιτία,  τότε έχει θέση η πρώτη γραμμή αντιμετώπισης που αφορά τη μεταβολή συνηθειών  του ασθενούς.

Εάν η επιτακτικότητα είναι έντονη και προκαλεί ακράτεια από επιτακτικότητα, τότε μαζί με π.χ. διαιτητικές αλλαγές δίνεται ταυτόχρονα φαρμακευτική αγωγή. Αυτή περιλαμβάνει μία σπασμολυτική θεραπεία με τη χρήση είτε αντιμουσκαρινικών (τύπου οξυβουτινίνης), είτε ένα νεότερο  φάρμακο που δρα ως β3 αδρενεργικός διεγέρτης (mirbageron). Κάθε φάρμακο έχει τις ενδείξεις, τις αντενδείξεις του και τις ανεπιθύμητες ενέργειες του.

Αν η φαρμακευτική αποτύχει και τα συμπτώματα επηρεάζουν έντονα την καθημερινότητα του αρρώστου και η ακράτεια από επιτακτικότητα είναι έντονη, μπορεί να χρειαστεί χειρουργική αντιμετώπιση.

Εάν υπάρχει τεκμηριωμένα υπερλειτουργική κύστη χωρίς άλλα παθολογικά ευρήματα που να υποδεικνύουν απόφραξη, η έγχυση botox στην ουροδόχο κύστη ή η διέγερση των ιερών νεύρων μετά από την τοποθέτηση εμφυτεύματος μπορεί να βοηθήσουν.

Εάν υπάρχουν στοιχεία απόφραξης  στην ουροδυναμική μελέτη που συχνά σχετίζεται με την υπερπλασία του προστάτη, εάν και εφόσον αυτός είναι η αιτία των συμπτωμάτων (δευτεροπαθής), μπαίνουν στη θεραπευτική φαρέτρα και οι χειρουργικές τεχνικές αντιμετώπισης της καλοήθους υπερπλασίας του αδένα. (βλέπε παθήσεις προστάτη, καλοήθης υπερπλασία).