Γενικά
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης σε ποσοστό πάνω από 90% είναι αυτό που ιατροί αποκαλούν ουροθηλιακό καρκίνωμα της ουροδόχου κύστης. Το ουροθήλιο είναι το ύφασμα που επενδύει το αποχευτικό σύστημα των ούρων από τα πρώτα σωληνάρια αυτού μέσα στο νεφρό έως το πρώτο κομμάτι της ουρήθρας.
Όταν μιλάμε για ουροθηλιακό καρκινώμα τότε μιλάμε για νόσο που μπορεί να ανιχνευθεεί σε όλη αυτήν την έκταση που αναφέραμε, απλά στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων το ουροθηλιακό καρκίνωμα το βρίσκουμε στην ουροδόχο κύστη.
Ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση του είναι το κάπνισμα. Αυξάνει την πιθανότητα της εμφάνισης του κατά 2-7 φορές σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Το ουροθηλιακό καρκίνωμα επίσης έχει σχετιστεί με την έκθεση σε βαφές με παράγωγα ανιλίνης και αρωματικούς υδρογονάνθρακες.
Διάγνωση
Ο πιο συχνός τρόπος εμφάνισης του είναι η αιματουρία (από ροζ ούρα έως καθαρό αίμα με πήγματα-όλες οι περιπτώσεις χρεώνονται ως ορατή αιματουρία) Υπάρχει και η λεγόμενη μικροσοπική αιματουρία όπου το αίμα ανιχνεύεται μόνο στην εξέταση ούρων, παρόλα αυτά και αυτή η μορφή θεωρείται αιματουρία και οφείλει να διερευνάται με την ίδια διαδικασία που διερευνάται και ορατή αιματουρία .
Το ουροθηλιακό καρκίνωμα μπορεί σπανίως να μη δώσει αίμα στα ούρα και να προκαλέσει συμπτώματα ουρολοίμωξης. Όταν είναι προχωρημένο το καρκίνωμα μπορεί να δώσει συμπτώματα όπως πόνο στη μέση, πόνο στα κόκκαλα και νεφρική ανεπάρκεια.
Όλα τα παραπάνω συμπτώματα οφείλουν να διερευνώνται με τον ενδοσκοπικό έλεγχο της κύστης, που λέγεται κυστεοσκόπηση. Εάν διαπιστωθεί καρκίνωμα στην ουροδόχο κύστη αυτό συνήθως πυροδοτεί μια σειρά διαγνωστικών εξετάσεων για τον έλεγχο των νεφρών και των ουρητήρων και ενίοτε έλεγχο του θώρακα (αξονική πυελογραφία, αξονική τομογραφία θώρακα). Οι παραπάνω εξετάσεις γίνονται με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό. Σπανιότερα μπορεί να χρειαστούν ακόμα πιο εξειδικευμένες εξετάσεις, ωστόσο αυτές ζητώνται εξατομικευμένα.
Στα πλαίσια της διαγνωστικής διαδικασίας εκτός από την κυστεοσκόπηση ο ουρολόγος έχει στα φαρέτρα του την κυτταρολιγική εξέταση των ούρων, η οποία περιλαμβάνει την μικροσκοπική εξέταση ενός πρωινού δείγματος ούρων (όχι αυτού που παράγεται με το που θα σηκωθεί ο ασθενής από τον ύπνο) εντός λίγων ωρών στο κυτταρολογικό εργαστήριο. Η κυτταρολογική εξέταση μπορεί να βοηθήσει στην ανίχνευση των επιθετικών μορφών νεοπλασίας που μπορεί να μη φαίνονται με γυμνό μάτι (π.χ. CIS) καθώς και στην παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία.
Κατάταξη
Το ουροθηλιακό καρκίνωμα κατατάσσεται ανάλογα με το εάν έχει «ρίζες» μέσα στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης ή όχι. Μετά από αυτό το βασικό διαχωρισμό που θα αποφασίσει εάν χρειάζεται ριζική θεραπεία η όχι (εφόσον δεν έχει «ρίζες») γίνονται επιμέρους κατατάξεις του όγκου.
Εάν δε χρειάζεται ριζική θεραπεία και πάλι απαιτέιται επαγρύπνηση καθώς το καρκίνωμα έχει το χαρακτηριστικό ότι μπορεί να ξαναεμφανίζεται και σπανίως σε βάθος χρόνου να φτιάξει και «ρίζες» μέσα στην κύστη οπότε θα χρειάζεται πιο επιθετική θεραπεία. Η κατάταξη γίνεται λοιπόν σε μυο-διηθητικό (με ρίζες) και σε μη μυο-διηθητικό (επιφανειακό -χωρίς ρίζες)
Θεραπεία
Η πρώτη επέμβαση γίνεται για να διαπιστωθεί το βάθος (αν είναι μυο-διηθητικό ή όχι) και η επιθετικότητα του όγκου είναι η διουρηθρική εκτομή υπό γενική ή ραχιαία αναισθησία. Γίνεται πρώτα επιμελής έλεγχος όλων των τοιχωμάτων της κύστης και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας ένα εργαλείο μέσω του κυστεοσκοπίου αφαιρείται ο όγκος μέχρι τη ρίζα του και στέλνεται για ιστολογική εξέταση.
Θεραπεία μη μυο-διηθητικού καρκίνου της κύστης
Το 70-75% των περιπτώσεων ουροθηλιακού καρκινώματος είναι μη μυο-διηθητικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις η θεραπεία εκτός της διουρηθρικής εκτομής, μπορεί να περιλαμβάνει από απλή παρακολούθηση μέχρι μια σειρά εγχύσεων φαρμάκου μέσα στην κύστη ανά διαστήματα με συνολική διάρκεια από 1-3 χρόνια μετά την αφαίρεση και βεβαίως αυτό γίνεται εάν ο όγκος δεν επανεμφανιστεί ενδιάμεσα.
Οι ουσίες που εγχέονται είναι είτε χημειοθεραπευτικά (επιρουβικίνη,μυτομυκίνη-C), είτε ανοσο-θεραπεία (εμβόλιο βακίλλου της φυματίωσης). Προσφάτως, και ιδίως αν έχουν αποτύχει οι παραπάνω θεραπείες, ξεκίνησε να χρησιμοποιείται η έχγυση της χημειοθεραπευτικής ουσίας σε συνδυασμό με την αύξηση της θερμοκρασίας στον αυλό της ουροδόχου κύστης (χημειο-θερμο-θεραπεία) και φαίνεται να επιτυγχάνει καλύτερη διείσδυση του φαρμάκου με ενθαρρυντικά αποτελέσματα για τους υποτροπιάζοντες όγκους.
Είναι μέγιστης σημασίας ο κυστεοσκοπικός έλεγχος να γόινεται ανά τα χρονικά διαστήματα που θα καθορίσει ο γιατρός σας. Τα ουροθηλιακά καρκινώματα μπορεί να εμφανιστούν και μπορεί να εξελιχθούν σε ένα μικρότερο ποσοστό. Χρειάζεται επίσης ανά διαστήματα έλεγχος ολόκληρου του ουροθηλίου και στο ανώτερο ουροποιητικό σύστημα.
Θεραπεία μυο-διηθητικού καρκίνου της κύστης
Το μυο-διηθητικό ουροθηλιακό καρκίνωμα του οποίου η διάγνωση τίθεται πάντα μετά από διουρηθρική εκτομή και τη βιοψία όπως είπαμε παραπάνω. Σε σχέση με το μη μυο-διηθητικό χρειάζεται πιο επιθετική θεραπεία.
Με τη διάγνωση της νόσου χρειάζεται να γίνει εκτενής έλεγχος ώστε να διαπιστωθεί το στάδιο. Απαιτείται έλεγχος με αξονική τομογραφία του θώρακα και της κοιλίας. Εάν διαπιστωθεί πως το καρκίνωμα δεν έχει μεταστάσεις ακολουθεί η τοπική θεραπεία.
Ο ιατρός μπορεί να σας προτείνει τις διαφορετικές επιλογές ανάλογα με τα κυστεοσκοπικά και ιστολογικά ευρήματα και η τελική απόφαση είναι του ασθενούς.
- Ριζική κυστεκτομή που σημαίνει χειρουργική αφαίρεση της ουροδόχου κύστης. Τα ούρα εκτρέπονται σε μια στομία στην κοιλιά (σακούλι). Εναλλακτικά μπορεί να γίνει και μια νέα κύστη (ορθότοπη νεο-κύστη) από έντερο η οποία όμως δεν ενδείκνυται σε όλους τους ασθενείς και όπως όλες οι χειρουργικές τεχνικές έχει και αυτή τις ενδείξεις τις, τα πλεονεκτήματα αλλά και τα μειονεκτήματα της.
- Άλλες επιλογές οι οποίες προτέινονται σε ασθενείς που δε μπορούν να αντέξουν το χειρουργικό και μετεγχειρητικό σωματικό stress μιας τόσο μεγάλης επέμβασης (σημειώνεται ότι περι-εγχειρητικά υπάρχει ένα μικρό ποσοστό θνητότητας σε τόσο μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις) ή δε θέλουν να χάσουν την κύστη τους, σε συνεργασία με τον ογκολόγο να διατηρηται η κύστη και να προσφέρεται ακτινο-θερεαπεία και χημειοθεραπεία. Ταυτόχρονα με τον ογκολόγο ο ουρολόγος ελέγχει τακτικά την ουροδόχο κύστη και παίρνει και βιοψίες για τη επιβεβαίωση ότι δεν υπάρχουν καινούριες εστίες. Επιλέγεται μόνο σε μικρότερους όγκους όπου η δουρηθρική εκτομή έχει φαινομενικά αφαιρέσει το μεγαλύτερο κομμάτι ή και όλο τον όγκο.
Ο μυο-διηθητικός καρκίνος τους ουροδόχου κύστης σε κάθε περίπτωση είναι μια επιθετική νόσος και οι ασθενείς απαιτούν συστηματική παρακολούθηση στην πορεία της νόσου.