Λειτουργικές παθήσεις της ουροδόχου κύστης

Share

Γενικά

Η ουροδόχος κύστη εκτός από τις οργανικές παθήσεις όπου ανευρίσκεται ένα παθολογικό εύρημα στον αυλό ή το τοίχωμα αυτής, μπορεί να έχει και λειτουργικές ανωμαλίες. Το τοίχωμά της συνίσταται από ένα μυϊκό σύστημα το οποίο δε μπορούμε να ελέγξουμε με τη θέληση μας (λείος μυϊκός ιστός). Αυτό το μυϊκό σύστημα μπορεί να υπέρ- ή να υπό-λειτουργεί. Η ασυνήθιστη αυτή συμπεριφορά μπορεί να έχει ως αίτιο μια οργανική πάθηση π.χ. την υπερπλασία του προστάτη-οπότε είναι δευτεροπαθής και υπάρχει περίπτωση να βελτιωθεί αν θεραπευθεί το αίτιο που την προκαλέι, μπορεί να σχετίζεται με νευρολογικές παθήσεις που μεταξύ άλλων επηρεάζουν και τα νεύρα της κύστης ή μπορεί και να οφείλεται σε ανεπάρκεια του ίδιου του μυϊκού στοιχείου. Υπάρχουν περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζεται συγκεκριμένο αίτιο για τη μη φυσιολογική λειτουργία της κύστης.

 

Η υπερ-λειτουργική κύστη

Η υπερλειτουργική κύστη κάνει την εμφάνιση της με συμπτώματα επιτακτικότητας και αυξημένης συχνότητας ούρησης. Συνήθως είναι χαρακτηριστικό ότι ο ασθενής δε μπορεί να κρατήσει τα ούρα για πολλή ώρα και ενίοτε η έντονη επιθυμία μπορεί να οδηγήσει και σε ακράτεια. Ο έλεγχος για τα συμπτώματα της υπερ-λειτουργικής κύστης προσαρμόζεται στο προφίλ του εκάστοτε ασθενούς. Πρώτα γίνεται έλεγχος για υποκείμενες αιτίες που μπορεί να πυροδοτήσουν μια υπερ-λειτουργική κύστη. Αυτός μπορεί να περιλαμβάνει

  • υπερηχογραφία του ουροποιητικού,
  • ροομετρία ούρησης,
  • ενδοσκοπικό έλεγχο για την εξέταση της ουρήθρας, την εκτίμηση πιθανώς της αποφρακτικής φύσης του προστάτη και τον αποκλεισμό παθολογικών ευρημάτων στην ουροδόχο κύστη.
  • Μπορεί επίσης στη διαγνωστική διαδικασία να χρειαστεί μια ουροδυναμική μελέτη, είτε εξ ’αρχής , είτε μετά από την έναρξη της θεραπείας η οποία δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Υπάρχουν διαιτητικοί παράγοντες που εντείνουν τα συμπτώματα. Ενίοτε η βελτίωση αυτών και μόνο μπορεί να είναι αρκετή και να μη χρειάζεται άλλη θεραπεία. Άλλοτε πάλι, αφού ολοκληρωθεί ο διαγνωστικός έλεγχος μπορεί να συσταθεί μια «σπασμο-λυτική» θεραπεία. Τα φάρμακα αυτά συχνά έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες και ο ασθενής καλό είναι να επανεξετάζεται ανά διαστήματα.

Εάν η φαρμακευτική θεραπεία αποτύχει, υπάρχουν πιο επεμβατικές διαδικασίες όπως η έγχυση αλλαντικής τοξίνης (botox) στα τοιχώματα της ουροδόχου κύστης μετά από κυστεοσκόπηση. Τα αποτελέσματα είναι παροδικά και σε ένα μικρό ποσοστό 10-20% η υπερ-λειτουργικότητα μπορεί να μεταπέσει σε υπο-λειτουργικότητα και να χρειάζονται διαλείποντες καθετηριασμοί μέχρι να φύγει η δράση της τοξίνης.

Άλλες τεχνικές οι οποίες χρησιμοποιούνται πολύ επιλεκτικά και δεν είναι ευρέως διαδεδομένες στην Ελλάδα είναι η τοποθέτηση εμφυτεύματος που διεγείρει τα ιερά νεύρα και η κυστεοπλαστική με χρήση εντέρου, και πάλι με πολύ συγκεκριμένες ενδείξεις.

 

Η υπολειτουργική κύστη

Η υπολειτουργική κύστη σημαίνει ότι ο μυς που σπρώχνει τα ούρα έξω από την κύστη, δε λειτουργεί αποτελεσεματικά. Η αιτία μπορεί να είναι η ανεπάρκεια του μυϊκού στοιχείου ή π.χ. νευρολογικές νόσοι που δε δίνουν το σωστό σήμα στον εξωστήρα μυ να συσπαστεί. Όπως και στην υπερ-λειτουργική κύστη ο τρόπος αντιμετώπισης εξαρτάται από την αιτία η οποία σε ένα ποσοστό μπορεί και πάλι να μην ανευρεθεί. Οπωσδήποτε ο έλεγχος πρέπει να συμπεριλαμβάνει

  • μια αδρή απεικονιστική μελέτη με υπερηχογράφημα,
  • έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας με βιοχημική εξέταση αίματος
  • ροομετρία ούρησης και
  • ενδοσκοπικό έλεγχο
  • Συνήθως η ανεπαρκής σύσπαση του μυ τεκμηριώνεται με τον ουροδυναμικό έλεγχο. Επίσης μπορεί να τεκμηριωθεί εάν οι πιέσεις στην ουροδόχο κύστη είναι παθολογικά αυξημένες

Η αυξημένες πιέσεις στην κύστη μπορεί σε βάθος χρόνου να αποδειχτούν επιβλαβείς για τους νεφρούς και όλες αυτές οι παράμετροι είναι σημαντικοί για τη θεραπεία, εάν αυτή απαιτείται, καθώς και για την εκτίμση του πόσο επιθετική θα πρέπει να είναι.

Η φαρμακευτική αγωγή δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική συνήθως. Εάν υπάρχει μεγάλη κατακράτηση ούρων στην κύστη και δε μπορεί αυτό να επιτευχθεί με τις φυσιολογικές ουρήσεις, τότε μπορεί να χρειαστούν διαλείποντες καθετηριασμοί (νευρο-ουρoλογία). Ο ασθενής εκπαιδεύεται να βάζει έναν καθετήρα μιας χρήσης και να αδειάζει την κύστη του έως και 4-5 φορές την ημέρα προκειμένου να προστατευτούν οι νεφροί. Μια άλλη επιλογή μπορεί να είναι η τοποθέτηση ενός μόνιμου καθετήρα ο οποίος αλλάζεται κάθε λίγες εβδομάδες.